ἰσαξίως

ἰσαξίως
ἰσάξιος
of equal worth
adverbial
ἰσάξιος
of equal worth
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισάξιος — ια, ο (Α ἰσάξιος, ον) αυτός που έχει ίση αξία με κάποιον άλλο, εφάμιλλος, ισότιμος (α. «είναι ισάξιος τού πατέρα του» β. «ἰσάξιος τῷ Διί», Πρόκλ.) μσν. επαρκής, ανάλογος, ικανοποιητικός. επίρρ... ισαξίως και ισάξια (Α ἰσαξίως) εξίσου, με την ίδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”